ἄφθας

ἄφθας
ἄφθᾱς , ἄφθα
an infantile disease
fem acc pl
ἄφθᾱς , ἄφθα
an infantile disease
fem gen sg (doric aeolic)
ἄ̱φθᾱς , ἀφθάω
suffer from
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἄφθᾱς , ἀφθάω
suffer from
imperf ind act 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἅφθας — ἅφθᾱς , ἅφθα fem acc pl ἅφθᾱς , ἅφθα fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φθα — Αιγύπτιος θεός, που τον τιμούσαν στη Μέμφιδα, όπου ταυτιζόταν με τον ντόπιο θεό της γης Τα Τένεν, τον Σόκαρι και τον Όσιρι. Μετά το Νέο Βασίλειο αποτελούσε μέλος μιας τριάδας, ως σύζυγος της θεάς Σεχμέτ και πατέρας του μικρού θεού Νεφερτούμ·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”